Εκπαίδευση ως Αναπτυξιακό Εργαλείο: η διεθνής εμπειρία
Στην Ελλάδα συχνά η συζήτηση γύρω από τα εκπαιδευτικά ζητήματα και την ακολουθητέα εκπαιδευτική πολιτική περιστρέφεται κυρίως μόνο γύρω από τις μορφωτικές επιπτώσεις της εκπαίδευσης, αγνοώντας μια βασική αλήθεια, ότι αυτή ασκεί άμεση και καθοριστική επίδραση στο σύνολο των θεσμών μιας χώρας (δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, οικονομία κ.λπ.).
Η παραπάνω μονομερής προσέγγιση εξηγείται κατά κάποιο τρόπο από την σε μεγάλο βαθμό ηγεμονία εδώ και δεκαετίες των ιδεών της κρατικιστικής Αριστεράς στον εκπαιδευτικό διάλογο και από την δυσανεξία της τελευταίας σε κάθε σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία. Πάντοτε οι αριθμοί ενοχλούσαν την αριστερή σκέψη.
Η οικονομική επιστήμη μάς διδάσκει όμως ότι η γνώση είναι ένας από τους κυριότερους συντελεστές παραγωγής πόρων. Η εκπαίδευση, συνεπώς, ως ο κυριότερος παραγωγός γνωστικού κεφαλαίου αποτελεί τον κατεξοχήν αναπτυξιακό μοχλό για μια οικονομία.
Ακόμα όμως και όταν διεξάγεται η σχετική συζήτηση με όρους οικονομικούς τείνουμε να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στα αδιαμφισβήτητα οφέλη που προκύπτουν για την οικονομία από την κατάργηση τόσο του ανελεύθερου, γραφειοκρατικού και συγκεντρωτικού θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων όσο και του κρατικού μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποβαθμίζοντας την πολύ ουσιαστική επίδραση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας.
Από τη σχετική βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι η βελτίωση της ποιότητας της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οδηγεί σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ των χωρών. Σύμφωνα λ.χ. με το μοντέλο των Hanushek & Wößmann (2007) η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ μιας χώρας υπολογίζεται σε μεσομακροπρόθεσμη βάση περίπου σε 1,2% για κάθε βελτίωση δέκα θέσεων στην κατάταξη της PISA. Η αύξηση αυτή είναι το αποτέλεσμα των θετικών επιπτώσεων της καλύτερης εκπαίδευσης σε τομείς όπως:
α) Το υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων και άρα παραγωγικότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου μιας χώρας.
β) Το καλύτερο επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Έρευνες αποδεικνύουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση της καλύτερης εκπαίδευσης με τη μείωση των δαπανών υγείας και του χρόνου απουσίας των εργαζομένων από την παραγωγική διαδικασία.
γ) Η μείωση της εγκληματικότητας, η οποία συνεπάγεται μικρότερες δαπάνες για ασφάλεια και σωφρονισμό, αλλά και ασφαλέστερο επενδυτικό περιβάλλον.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς επιτυγχάνεται βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ώστε αντίστοιχα να επέλθουν τα ανάλογα οφέλη στο επίπεδο της ανάπτυξης;
Είναι γεγονός ότι η απλή επέκταση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει τόσο σημαντική επίδραση στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Αντιθέτως, κρίσιμο για την οικονομική ανάπτυξη είναι το είδος των γνώσεων και των δεξιοτήτων που αποκτούν οι εκπαιδευόμενοι στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, σύμφωνα με όλες τις σχετικές εκθέσεις του ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι τα επιτυχημένα στις μέρες μας εκπαιδευτικά συστήματα καλλιεργούν τις δεξιότητες οι οποίες αποκαλούνται «δεξιότητες του 21ου αιώνα» και οι οποίες είναι:
α) καινοτομία και δημιουργικότητα,
β) κριτική σκέψη-επίλυση προβλημάτων-λήψη αποφάσεων,
γ) μεταγνώση (μαθαίνω δηλαδή πώς να μαθαίνω),
δ) επικοινωνία,
ε) συνεργασία,
στ) ψηφιακός εγγραμματισμός (η ικανότητα δηλαδή μεταξύ άλλων να εντοπίζεις, κατανοείς, διαχειρίζεσαι το πλήθος των πληροφοριών μέσω ψηφιακής τεχνολογίας),
η) καλλιέργεια της ιδιότητας του πολίτη,
θ) καριέρα,
ι) ατομική ευθύνη.
Με άλλα λόγια πρόκειται για τις δεξιότητες που εξετάζει το πρόγραμμα PISA και τις οποίες συστηματικά υποβαθμίζουν τα προγράμματα σπουδών του Ελληνικού Σχολείου. Υπενθυμίζω, ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις διεθνώς ως προς την ποιότητα των σχολείων της σύμφωνα με τα κριτήρια των PISA, TIMSS, PIRLS κ.λπ.
Εκτός όμως από το περιεχόμενο της εκπαίδευσης σημαντική βελτίωση της ποιότητας επέρχεται και με μια σειρά θεσμικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι επιτυχημένες χώρες στην εκπαίδευση διακρίνονται για τα εξής τρία κύρια χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών τους συστημάτων:
α) Ελεύθερη επιλογή σχολικής μονάδας (ανάπτυξη κουλτούρας λογοδοσίας για τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, ενίσχυση του ανταγωνισμού με στόχο την καλύτερη ποιότητα και άρα την προσέλκυση μαθητών) και πολυτυπία σχολείων.
β) Έμφαση στον εκπαιδευτικό (καλή αρχική εκπαίδευση, αυστηρό σύστημα επιλογής των καλύτερων, συστηματική αξιολόγηση, συστηματική επιμόρφωση, κίνητρα για ανέλιξη των ικανότερων).
γ) Αποκέντρωση και ενίσχυση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας (καλύτερη ανταπόκριση στις τοπικές ανάγκες, ανάπτυξη παιδαγωγικών καινοτομιών έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο της συγκεντρωτικής ομοιομορφίας και του κεντρικού προγραμματισμού.
Οι χώρες των οποίων τα εκπαιδευτικά συστήματα συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. η Κορέα, το Χονγκ-Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Φινλανδία, η Σουηδία κ.ά. έχουν επιτύχει εντυπωσιακά αναπτυξιακά αποτελέσματα σε μακροχρόνια βάση.
Είναι σαφές ότι εάν θέλουμε η βασική εκπαίδευση να αποτελέσει την ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης και της συνολικής θεσμικής βελτίωσης της χώρας πρέπει να κινηθούμε σύμφωνα με τις παραπάνω κατευθύνσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται ξεκάθαρα στη διεθνή εμπειρία και πρακτική. Διαφορετικά η χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση που προσφέρουμε στους σημερινούς μαθητές θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα αναβάλει για το απώτατο μέλλον την έξοδό της από την κρίση.