Η ευελιξία της εργασίας το φάρμακο κατά της ανεργίας

αβραντινης πολιτικός α΄ πειραιά

Η συζήτηση της κυβέρνησης με τους Θεσμούς για τις εργασιακές σχέσεις διεξάγεται από μέρους της περισσότερο με όρους εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Ελάχιστη σχέση έχει με τα πραγματικά προβλήματα της αγοράς εργασίας, τα οποία είναι άλλωστε άγνωστα στην πλειονότητα των πολιτικών. Η κυβέρνηση μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις επόμενες εκλογές παρά να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα που θα επιτρέψει τη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος έχει υποστεί και το μεγαλύτερο πλήγμα από την αρχή της κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι η επίσημη ανεργία αγγίζει το 23,5% του συνόλου των απασχολουμένων, η ανεργία των νέων ξεπερνά το 46% και η ανεπίσημη ανεργία μπορεί να ξεπερνά και το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, δεν φαίνεται στις τάξεις της κυβέρνησης να επικρατεί ανάλογος προβληματισμός για τα αίτια και τους λόγους που δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας.

Αντιθέτως, εξακολουθούν να κυριαρχούν στη λογική της κυβέρνησης, των περισσοτέρων κομμάτων της αντιπολίτευσης και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας διάφορα παλαιομαρξιστικά στερεότυπα που έχει καταφέρει να δημιουργήσει η επί δεκαετίες κυρίαρχη στον χώρο των ιδεών αριστερά. Ένα από αυτά είναι η απατηλή εικόνα που έχει φιλοτεχνηθεί για τους Έλληνες εργοδότες στους πολίτες. Αυτοί παρουσιάζονται λίγο έως πολύ ως αδίστακτοι και ανήθικοι τύποι, με αποκρουστική προσωπικότητα που πάντοτε παίζουν το ρόλο του θύτη στο ελληνικό θέατρο του παραλόγου και σκοπό ζωής τους έχουν να εκμεταλλεύονται τους εργαζομένους. Στον φαντασιακό κόσμο της αριστεράς, στον οποίο εδώ και δεκαετίες έχει δυστυχώς προσχωρήσει και η δεξιά, ο επιχειρηματίας εμφανίζεται τουλάχιστον ως ο σαδιστής ψυχασθενής που προσλαμβάνει εργαζομένους με σκοπό να τους απολύσει στην πρώτη ευκαιρία ή, ακόμη χειρότερα, να κλείσει την επιχείρησή του για τους εκδικηθεί. Ο μόνος τρόπος συνεπώς να προστατευθούν οι εργαζόμενοι από αυτόν τον χρυσοκάνθαρο αιμοδιψή δολοφόνο που ακούει στο όνομα «επιχειρηματίας» είναι η παρέμβαση του άγιου κράτους. Ορθολογικά επιχειρήματα, ότι η απόλυση ενός εργαζομένου μπορεί να οφείλεται σε χαμηλή απόδοση ή ακαταλληλότητα ή στη σημαντική πτώση του κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης ή σε άλλα εξωτερικά αίτια, όπως λ.χ. η μειωμένη ζήτηση, που καθιστούν αναγκαία τη σύμπτυξη της επιχείρησης, ακούγονται ξένα αν όχι εξωφρενικά.

Έτσι σταδιακά η συναίνεση του πολιτικού συστήματος στις λανθασμένες –αλλά απολύτως βολικές για τους μικροπολιτικούς σχεδιασμούς του‒ εξηγήσεις στα προβλήματα της αγοράς εργασίας οδήγησαν στην οικοδόμηση ενός ασφυκτικού παρεμβατικού εργασιακού πλαισίου τάχα προστατευτικού για τους εργαζομένους. Αυτό ήταν το ορατό αποτέλεσμα. Ποιος αναρωτήθηκε όμως για τις αόρατες επιπτώσεις αυτής της αντιαναπτυξιακής και αντεργατικής πολιτικής, τι κόστος θα είχε ο προστατευτισμός της αγοράς εργασίας για τους εργαζόμενους; Πόσες είναι άραγε οι επιχειρήσεις που την περίοδο της κρίσης δεν αποτόλμησαν να διακινδυνεύσουν την πρόσληψη νέου προσωπικού γιατί δεν μπορούσαν να αντέξουν τις παράλογες προστατευτικές ρυθμίσεις ή το παράλογο εργατικό ή ασφαλιστικό κόστος των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, των «ωριμάνσεων», του κατώτατου μισθού, της «επέκτασης» ή της αποζημίωσης απόλυσης. Χωρίς κανείς να υπολογίζει στα προηγούμενα και το τεράστιο κόστος που συνεπάγεται για την επιχείρηση η γραφειοκρατία της αγοράς εργασίας. Ο εργοδότης από τη στιγμή της προσλήψεως του εργαζομένου εμπλέκεται σε κοστοβόρες και άσκοπες γραφειοκρατικές διαδικασίες, αφού είναι υποχρεωμένος μεταξύ άλλων να υποβάλλει καταστάσεις εργαζομένων στην επιθεώρηση εργασίας, να αποδίδει το φόρο μισθωτών υπηρεσιών στην εφορία, να καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές στους ασφαλιστικούς οργανισμούς κ.ο.κ. Όταν μάλιστα πρόκειται για μικρομεσαίες επιχειρήσεις που εξακολουθούν να είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας, η γραφειοκρατία αυτή καταντά βασανισμός. Έτσι η ανεργία την επταετία της κρίσης τριπλασιάσθηκε, δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκλεισαν ή έφυγαν από τη χώρα και κανείς πολιτικός δεν τόλμησε να βάλει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.

Για να γίνει αντιληπτό με στοιχεία το πρόβλημα της υπερρύθμισης της αγοράς εργασίας αρκεί να διαβάσει κανείς προσεκτικά τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για τους δείκτες της ανεργίας διεθνώς. Η ανεργία στις χώρες της Ευρωζώνης στο τέλος του 2016 ανερχόταν σε ποσοστό 8,3% έναντι 4,6% στις ΗΠΑ.

Στην Ευρωζώνη, σε πολλές χώρες της οποίας η αγορά εργασίας είναι αρκετά προστατευμένη και το καθεστώς των απολύσεων σε κάποιο βαθμό ελεγχόμενο, τα πράγματα είναι χειρότερα από τις ΗΠΑ, όπου το καθεστώς είναι πιο ελεύθερο και ισχύει η περίφημη αρχή “Easy fire easy hire”.

Στις ΗΠΑ το ότι μπορεί κάποιος να απολύσει σχετικά εύκολα εργαζομένους οδηγεί σε αύξηση των προσλήψεων γιατί το καθεστώς ελευθερίας περιορίζει τους κινδύνους που συνεπάγεται η δημιουργία θέσεων εργασίας. “Firms will hire more workers if we make it easier to fire them”, κατά τον εύστοχο τίτλο άρθρου του Jeremy Warner που δημοσιεύθηκε λίγα χρόνια πριν στην αγγλική Telegraph. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του άρθρου είναι η επισήμανση ότι ο προστατευτισμός και η υπερρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν μοιάζει να πλήττει ή να ενοχλεί τόσο τις μεγάλες επιχειρήσεις όσο τις μικρομεσαίες, όπως άλλωστε και η υψηλή φορολογία αποτελεί μεγαλύτερο αντικίνητρο για τις μικρομεσαίες και τις νεοεισερχόμενες στην αγορά επιχειρήσεις παρά για τις μεγάλες. Οι μεγάλες επιχειρήσεις διαθέτουν καλή οργάνωση, μεγάλα λογιστήρια και οργανωμένη νομική διεύθυνση ώστε να αντιμετωπίζουν τη γραφειοκρατία. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι για τις μεγάλες επιχειρήσεις και ιδίως για τις πολυεθνικές η πολυνομία, η υψηλή φορολογία και η ασφυκτικά ρυθμισμένη αγορά εργασίας λειτουργούν ως προστασία από τον ανταγωνισμό των μικρομεσαίων και νέων επιχειρήσεων που ταλαιπωρούνται αφόρητα από αυτά. Ο Warner καταλήγει: «Ωστόσο δεν είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις εκείνες που δημιουργούν στο σύνολο τις θέσεις εργασίας. Γιa τη δημιουργία θέσεων εργασίας στο μέλλον πρέπει να κοιτάξουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και γι’ αυτές το μεγαλύτερο αντικίνητρο είναι οι καταπιεστικές ρυθμίσεις της αγοράς εργασίας. Αφήστε την αγορά ελεύθερη να κάνει τα μαγικά της. Θα εκπλαγείτε για το πόσο αποτελεσματική είναι.»

Στην Ελλάδα, όπου η επίσημη ανεργία είναι σχεδόν τριπλάσια των χωρών της Ευρωζώνης και έχουν χαθεί την τελευταία επταετία περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας, υπάρχουν ακόμη οι αυστηρότερες ρυθμίσεις και οι περισσότεροι κανονιστικοί περιορισμοί στην αγορά εργασίας από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Η απόλυση υπαλλήλου στην Ελλάδα αποτελεί συχνά χωρίς υπερβολή δυσάρεστη περιπέτεια για την επιχείρηση. Η επιχείρηση που απολύει εργαζόμενο επιβαρύνεται με δυσανάλογα μεγάλη αποζημίωση, ίσως τη μεγαλύτερη στην ΕΕ. Εάν μια εργατική υπόθεση φθάσει στα δικαστήρια, η εργατική νομοθεσία είναι τόσο ετεροβαρής εις βάρος των εργοδοτών που οι αποφάσεις των δικαστηρίων, ειδικώς των πρωτοβάθμιων, δικαιώνουν σχεδόν πάντοτε τους εργαζομένους. Οι συνέπειες δε μιας δικαστικής ήττας για τις επιχειρήσεις είναι δυσβάστακτες. Η ελληνική εργατική νομοθεσία και η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων τιμωρεί αυτούς που δημιουργούν θέσεις εργασίας. Κι αυτό αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες θεσμικές στρεβλώσεις που επηρεάζουν αρνητικά την οικονομία της χώρας.

 

Εξαιτίας του αυστηρότατου εργασιακού πλαισίου, της ανασφάλειας δικαίου, του κρατικού παρεμβατισμού, της υψηλής φορολογίας και της πολιτικής αβεβαιότητας, οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρές και μικρομεσαίες, ενώ μειώνουν συνεχώς το προσωπικό τους δεν αποτολμούν να προσλάβουν προσωπικό ξέροντας ότι εάν υπάρξει οικονομική ύφεση και τα πράγματα δυσκολέψουν οι απολύσεις θα είναι πολύ δύσκολες και δαπανηρές.

Επομένως το φάρμακο για την αντιμετώπιση της ανεργίας και τη δημιουργία χιλιάδων παραγωγικών θέσεων εργασίας είναι η άρση των αγκυλώσεων και του προστατευτισμού της αγοράς εργασίας που δρουν ως αντικίνητρα για προσλήψεις νέων εργαζομένων και η ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας η οποία θα δώσει το κίνητρο στις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε προσλήψεις προσωπικού και θα βελτιώσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.