Ο φαύλος κύκλος της Φορολογίας
Από το 2010 έως σήμερα υπήρξαν τρεις μείζονες φορολογικές μεταρρυθμίσεις: το 2010, το 2013 και το 2015 με τις οποίες αυξήθηκε σημαντικά η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις δικαιολόγησαν την αύξηση των φόρων (και την επιβολή και νέων φόρων) στο εισόδημα επικαλούμενες την αδυναμία περαιτέρω δανεισμού του κράτους και –κυρίως- την ανάγκη της άμεσης δημοσιονομικής εξυγίανσης και της τιθάσευσης του θηριώδους δημοσιονομικού ελλείμματος. Η υπερφορολόγηση προκάλεσε όμως βαθύτατη ύφεση, η οποία οδήγησε σε σημαντική μείωση του εγχώριου προϊόντος, με αποτέλεσμα το χρέος από 127% του ΑΕΠ το 2009 να ανέλθει στο 178,6% του ΑΕΠ το 2017. Η υψηλή φορολογία υπήρξε θανατηφόρος ιός για την ελληνική οικονομία. Μείωσε την παραγωγή με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μια καταστροφική τροχιά αποεπένδυσης. Το χειρότερο, η υπερφορολόγηση μείωσε δραστικά τα κίνητρα παραγωγής και συσσώρευσης ανθρωπίνου κεφαλαίου καθώς την κρίσιμη περίοδο 2009-2017 η χώρα απώλεσε 450.000 διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων και σχεδόν 400.000 ειδικευμένους τεχνίτες. Οι περισσότεροι από αυτούς μετανάστευσαν ενώ οι υπόλοιποι ή έμειναν άνεργοι ή απασχολούνται σε θέσεις κατώτερες των προσόντων τους αμειβόμενοι χαμηλότερα. Ακόμη, μελετώντας τα στοιχεία του τακτικού προϋπολογισμού από το 2009 έως σήμερα προκύπτει ότι οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις δεν επέτυχαν ούτε τον κύριο σκοπό τους, να αυξήσουν δηλαδή τα έσοδα του κράτους. Αντιθέτως οδήγησαν σε μεγάλη μείωση των εσόδων από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά σχεδόν 25%. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων ανέρχονταν το 2009 σε 10,8 δισ. € και το 2017 κυμάνθηκαν μόλις σε 8,2 δισ. €.
Επίσης, διαβάζουμε σε πρόσφατη έρευνα, ότι ένα μονοψήφιο ποσοστό φορολογουμένων πληρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του φόρου εισοδήματος. Είναι φανερό ότι η αρχή του Πανδήμου του φόρου έχει προ πολλού καταργηθεί και αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους σχεδιαστές της φορολογικής πολιτικής δεν είναι το ποσό που εισπράττει το κράτος από το φόρο εισοδήματος αλλά μια εντελώς στρεβλή και επικίνδυνη ιδέα ανακατανομής τάχα για «κοινωνική δικαιοσύνη». Στην ουσία πρόκειται για τα «λύτρα» που πληρώνουν στο κράτος οι επιτυχημένοι οικονομικά πολίτες για να τους ...ανέχεται η πλειοψηφία των υπολοίπων. Σημειωτέον ότι «πλούσιοι» θεωρούνται σύμφωνα με το νόμο, όσοι έχουν εισόδημα άνω των 42.000€. Κάθε έννοια ανταποδοτικότητας του φόρου (κατοχυρωμένη πλέον στην έννομη τάξη με αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη της Συνθήκης της Λισαβώνας) καταστρατηγείται. Οι παρενέργειες αναπόφευκτες· η μείωση του αριθμού των φορολογουμένων με φορολογητέο εισόδημα μεγαλύτερο των 42.000€. Ο αριθμός των «πλούσιων υποζυγίων» αυτών με ατομικό φορολογητέο εισόδημα μεγαλύτερο των 42.000 ευρώ μειώθηκε το 2015 σε σχέση με το 2010 κατά 45% περίπου (από 213.639 σε 117.455).
Μελετώντας τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τις ευρωπαϊκές χώρες σε σχέση τόσο με τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή όσο και με το ύψος του εισοδήματος στο οποίο επιβάλλεται, προκύπτει ότι μεταξύ 24 ευρωπαϊκών χωρών μελών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη (6η) θέση στο ύψος του ανώτατου φορολογικού συντελεστή. Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερη σημασία, είναι το ύψος του εισοδήματος πάνω από το οποίο εφαρμόζεται ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής. Με εξαίρεση το Βέλγιο, η Ελλάδα εφαρμόζει τον υψηλό φορολογικό συντελεστή σε εντυπωσιακά χαμηλότερο ύψος εισοδήματος. Ιδού ο πίνακας:
Το συμπέρασμα είναι απλό· οι φόροι καταστρέφουν την οικονομία. Εάν δεν μειωθούν οι φόροι με παράλληλη δραστική μείωση του κράτους η ανάπτυξη -ακόμη κι αν υπάρχει- θα είναι ισχνή και η οικονομία θα παραμένει εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της εσωστρέφειας. Η εξοντωτική φορολόγηση όσων εξακολουθούν να παράγουν αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του συνολικού κεφαλαίου της οικονομίας.